- τετράπυλος
- -η, -οαυτός που έχει τέσσερις πύλες: Τετράπυλη πόλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τετράπυλος — archway entered from four sides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπυλος — η, ο / τετράπυλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις πύλες 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπυλο(ν) α) οικοδόμημα που έχει είσοδο από τέσσερεις πλευρές β) (κατά την αρχαιότητα) τετράπλευρο μνημείο τού οποίου κάθε πλευρά έχει την όψη αψίδας θριάμβου… … Dictionary of Greek
τετράπυλον — archway entered from four sides neut nom/voc/acc sg τετράπυλος archway entered from four sides masc/fem acc sg τετράπυλος archway entered from four sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Quadrifrons — Tetrapylon in Palmyra Tetrapylon in Aphrodisia Ein Tetrapylon (griechisch … Deutsch Wikipedia
Tetrapylon — in Palmyra Tetrapylon in Aphrodisias … Deutsch Wikipedia
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετράπορτος — η, ο / τετράπορτος, ον, ΝΜ νεοελλ. αυτός που έχει τέσσερεις πόρτες («αυτοκίνητο τετράπορτο») μσν. τετράπυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πόρτα] … Dictionary of Greek
τετράπυλον — τὸ, ΜΑ βλ. τετράπυλος … Dictionary of Greek
τετραπύλου — τετράπυλον archway entered from four sides neut gen sg τετράπυλος archway entered from four sides masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπύλῳ — τετράπυλον archway entered from four sides neut dat sg τετράπυλος archway entered from four sides masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)